- φλυζογράφος
- φλυζογράφος [pron. full] [ᾰ], ον,A = φλυαρογραφῶν, Sch.Nic.Al.214.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλυζογράφος — ον, ΜΑ φλυαρογράφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύζω, άλλος τ. τού φλύω* + συνδετικό φωνήεν ο + γράφος*] … Dictionary of Greek
φλυζογράφους — φλυζογράφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek